- ρουτινιέρης
- ο , ρουτινιέρισσα η рутинёр, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρουτινιέρης — ο, θηλ. ρουτινιέρισσα και ρουτινιάρης, θηλ. ρουτινιάρισσα, Ν αυτός που ακολουθεί τη ρουτίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. routinier (βλ. λ. ρουτίνα)] … Dictionary of Greek
ρουτινιέρης — ο θηλ, ισσα αυτός που ακολουθεί τη ρουτίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουτινιάρης — ο, θηλ. ρουτινιάρισσα, Ν βλ. ρουτινιέρης … Dictionary of Greek
ρουτινιέρικος — και ρουτινιάρικος, η, ο. θηλ. και ια, Ν [ρουτινιέρης] αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη ρουτίνα, χωρίς καμιά πρωτοτυπία («ρουτινιέρικη δουλειά») … Dictionary of Greek